- συμπιπράσκω
- συμ-πιπράσκω, mit, zugleich, zusammen verkaufen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμπιπράσκω — Α πουλώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
συμπράτης — ὁ, Α [συμπιπράσκω] αυτός που πουλάει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συμπρατήρ — ῆρος, ὁ, Α [συμπιπράσκω] (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ τὰ πωλούμενα ὑφ ἑτέρου βεβαιῶν» … Dictionary of Greek
σύμπρασις — άσεως, ἡ, Α [συμπιπράσκω] πώληση από κοινού, συνεταιριστικά … Dictionary of Greek